Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαντλεω
ἐξαντλέω
ἐξ-αντλέω
; 1) вычерпывать
ex. (ὕδατα Plat.; τοῦ ὕδατος παντὸς ἐξαντληθέντος Arst.)
; 2) (до конца) претерпевать, переносить, выдерживать
ex. (μείζονα πόνον Eur.; βίον τινά Men., Plut.)
; 3) обирать, грабить
ex. (λακτιζόμενος καὴ ἐξαντλούμενος Luc.)