Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικαθιστημι
ἐπικαθίστημι
ἐπι-καθίστημι
(fut. ἐπικαταστήσω)
; 1) med. ставить, размещать
ex. (φυλακήν Thuc. - v. l. ἐπικαθίζομαι)
; 2) перен. ставить, устанавливать
ex. (κριτὰς επί τινι Plat.; τέν τῶν ἐφόρων ἀρχήν Arst.)
; 3) (после кого-л.) назначать
ex. (τινὰ στρατηγόν Polyb.)