Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκφορεω
ἐκφορέω
ἐκ-φορέω
(= ἐκφέρω)
; 1) выносить, уносить
ex. (τινα ἐς τέν ἀγορήν Her.; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc.)
; 2) расхищать, грабить
ex. (πόλιν Diod.; τὰ χρήματα Plut.)
; 3) med.-pass. устремляться, нестись, мчаться
ex. (ταρφειαὴ κόρυθες νηῶν ἐκφορέοντο Hom.)
; 4) юр. приказывать унести (в качестве залога), т.е. секвестровать Dem.