Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποψαω
ἀποψάω
ἀπο-ψάω
; 1) тж. med. стирать, вытирать ex. (ἀφρόν Eur.; δάκρυ Anth.; τι ἀπό τινος Luc.; med. τέν χεῖρα εἴς τι Xen.; перен. τὰς λοιδορίας Plut.), med. вытираться Arph.
; 2) обтирать
ex. (τινα Arph.)