Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επανειμι
ἐπάνειμι
ἐπ-άνειμι
(употр. тж. как fut. к ἐπανέρχομαι; imper. ἐπανίθι, conjct. ἐπανίω, opt. ἐπανιοίην, inf. ἐπανιέναι)
; 1) подниматься, вставать
ex. ἡμέρας ὄρθρου ἐ. Plat. — вставать на рассвете
; 2) подниматься, в(о)сходить
ex. (κάτωθεν Plat.; ἐκ τῶν βαθέων Arst.)
τὸ γένος δι΄ ἀδελφῶν ἐπανιόν Plat. — род, восходящий по линии братьев
; 3) отправляться (вверх)
ex. (ἐκεῖ Thuc.; οἴκοθεν εἰς τὸ ἱερόν Plat.)
; 4) возвращаться
ex. (ἀπὸ στρατείας Plut.; преимущ. в речи: ἐπί τι Plat. и εἴς τι Dem.)
; 5) вновь просматривать, повторять
ex. (τὰ ὑποτεθέντα Plat.; περί τινος Plat., Arst.)