Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταποιεω
μεταποιέω
μετα-ποιέω
; 1) переделывать, перерабатывать, изменять
ex. (νόμους Dem.; τέν κρίσιν Luc.)
; 2) med. усваивать
ex. (μ. βασιλικῆς τέχνης Plat.)
; 3) med. присваивать себе, приписывать себе
ex. (τῆς ξυνέσεως, ἀρετῆς Thuc.; λόγων ἐμπειρίας Plut.)