Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χειλος
χεῖλος
-εος τό
; 1) губа
ex. χείλεσι γελᾶν Hom. — улыбаться одними губами;
ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύς Hom. и χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας Eur. — закусив губы;
χείλεσιν ἀμφιλάλοις ἐπιβρέμειν Arph. — тараторить без умолку;
ἀπὸ χειλέων τὰ ῥήματα φέρονταί τινι Plat. — слова идут у кого-л. из (одних) уст, т.е. не от души;
ἐπ΄ ἄκρου τοῦ χείλους ἔχειν τι Luc. — знать что-л. на зубок;
ἀπ΄ ἄκρου χείλους φιλοσοφεῖν Luc. — философствовать поверхностно, пустословить с видом философа;
προσαρμόζειν τὰ χείλη Luc. — прикасаться губами;
ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλεῖν τινι NT. — говорить с кем-л. по-другому
; 2) pl. клюв
ex. (πελειῶν Eur.; ἀλκυόνων Anth.)
; 3) край
ex. (κρατῆρος, ταλάρου Hom.; τάφρου Hom., Thuc., Polyb.; πίθου Hes., Polyb.)
; 4) берег
ex. (τοῦ ποταμοῦ, τῶν λιμνέων Her.; τῆς θαλάσσης NT.)