Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενασκεω
ἐνασκέω
ἐν-ασκέω
; 1) упражнять
ex. ἐ. αὑτόν Plut. — упражняться;
pass. — упражняться, изучать (πᾶσαν ἀτρεκίην Anth.)
; 2) упражняться
ex. (ἐν τοιούτοις καὴ τηλικούτοις πράγμασιν Polyb.; med. γεωμετρίῃ Luc.)