Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταδουλοω
καταδουλόω
κατα-δουλόω
порабощать ex. (τέν Ἑλλάδα Her.; τινα Xen., Arst., Plut., NT.); подчинять, покорять
ex. (Ἀθηναίοις Κερκύραν Thuc.)
καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Plat. и τινί Plut. — подавленный чьим-л. обаянием;
καταδουλοῦσθαι τὰς φυχάς Isocr. — подчинять себе души