Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
σκηνοπηγια
σκηνοπηγία
σκηνο-πηγία
ἡ
; 1)
досл.
разбивка шатров
,
перен.
постройка гнезда
ex. (
ἡ
τῆς χελιδόνος
σ.
Arst.
)
; 2)
праздник Кущей
NT.