Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μετοικιζω
μετοικίζω
μετ-οικίζω
(fut. μετοικίσω и μετοικιῶ) переселять
ex. (τινὰ εἰς Ῥώμην Plut.)
μ. τὰς φρένας Plut. — сводить с ума;
med.-pass. — переселяться, переезжать Arph.μετοικισθῆναι παρ΄ ἑτέρου πρὸς ἕτερον Luc. — странствовать от одного к другому