Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκατοικοδομεω
ἐγκατοικοδομέω
ἐγ-κατοικοδομέω
; 1) (в чём-л.) строить, пристраивать
ex. (φρούρια ἐπὴ τῶν καρτερῶν ἐγκατῳκοδόμηται Thuc.)
; 2) досл. застраивать, преграждать постройками, перен. лишать свободного выхода, запирать
ex. (ὁ ἀέρ ἐν τοῖς ὠσὴν ἐγκατῳκοδόμηται Arst.; ἡ τρυφέ ὁδὸν οὐκ ἔχουσα, ἀλλὰ ἐγκατῳκοδομημένη Plut.)