Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υποτρεφω
ὑποτρέφω
ὑπο-τρέφω
; 1) постепенно взращивать
ex. (τοὺς γενομένους σκύμνους Plut.)
τέν τόλμαν ὑποτρέφεσθαι Xen. — воспитывать в себе отвагу
; 2) отращивать
ex. (τοὺς πώγωνας Diod.)
; 3) pass. впоследствии вырастать
ex. (ἐπιθυμίαι ὑποτρεφόμεναι Plat.)