Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ατελεστος
ἀτέλεστος
ἀ-τέλεστος
adj.=2 2
; 1) незаконченный, невыполненный
ex. (τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν ἤ κ΄ ἀτέλεστ΄ εἴη Hom.)
; 2) безуспешный, бесплодный
ex. (πόνος Hom.)
; 3) непосвященный
ex. (ἀμύητος καὴ ἀ. Plat.; τῶν βακχευμάτων Eur.; τῶν πρώτων ἱερῶν καὴ μυστηρίων τῆς πολιτείας Plut.)