Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
προβοσκις
προβοσκίς
προ-βοσκίς
-ίδος (ῐδ)
ἡ
; 1)
хобот
(
sc.
τοῦ ἐλέφαντος
Arst.
)
; 2)
хоботок
(
sc.
τῆς μυίας
Arst.
)
; 3)
щупальце
(
sc.
τῆς σηπίας
Arst.
)