Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπλασσω
διαπλάσσω
δια-πλάσσω
атт. διαπλάττω
; 1) образовывать, формировать (sc. ὕλην Plut.; τὰ μόρια τοῦ ἐμβρύου διαπλάττεται Arst.)
; 2) создавать, сочинять
ex. (διαπλασθεὴς μῦθος Anth.)
πρὸς τὰ γινόμενα διαπλάττεσθαι Plut. — быть описываемым в соответствии с (действительными) событиями