Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πικρια
πικρία
ἡ
; 1) горький вкус, горечь
ex. στρέφεται εἰς πικρίαν ὁ καρπός Arst. — плод приобретает горький вкус;
χολέ πικρίας NT. = π. χολῆς
; 2) раздражение, злоба
ex. (ὠμότης καὴ π. Plut.)
; 3) жесткость, резкость, суровость
ex. (πρὸς τὸν δῆμον Plut.)