Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαγελαω
διαγελάω
δια-γελάω
(fut. διαγελάσομαι)
; 1) высмеивать, осмеивать
ex. (τινα Eur., Xen., Plut., Luc.)
; 2) досл. смеяться, улыбаться, перен. иметь смеющийся, ясный вид
ex. (βυθοὴ ποταμῶν, διαγελῶσιν Plut.)
τὰ τῆς θαλάττης διαγελῶντα Plut. — безмятежная ясность моря