Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ωφελια
ὠφελία...
ὠφέλεια, ὠφελία
ион. ὠφελίη ἡ
; 1) помощь, подмога
ex. (ὠφελίαν πέμπειν ἐς τέν πόλιν Thuc.; ὠφελίαν φέρειν τινί Eur.)
; 2) польза, выгода, интерес
ex. εἴ τις ὠ. Soph. — если есть (в этом) какая-л. польза;
τέν κοινέν ὠφελίαν φυλάξαι Thuc. — отстоять общественные интересы;
εἰς τὰς κοινὰς ὠφελείας Lys. — для общественных нужд;
ὠφελεῖν τέν μεγίστην ὠφέλειαν Plat. — принести величайшую пользу
; 3) добыча
ex. (ὠ. καὴ λεία Plut.; διακομίσαι τέν ὠφέλειαν ἐπὴ τοὺς λέμβους Polyb.)
οἱ ὀψιζόμενοι ἀφαιροῦνται αὑτοὺς τῆς ὠφελείας Xen. — поздно выходящие (на охоту) сами себя лишают добычи