Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκκομιζω
ἐκκομίζω
ἐκ-κομίζω
; 1) вывозить, увозить, уводить
ex. (τινὰ αὐτὸν καὴ χρήματα Her.; τινὰ δεῦρο Eur.; ἐς στρατόπεδον ἐκκομίζεσθαι Thuc.)
ἐκκομισθεὴς ἐκ τοῦ πόντου Plat. — вынырнув из моря;
φοράδην τοῦ πολέμου ἐκκομίσασθαι Luc. — (о раненом) быть вынесенным из боя;
ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος Her. — спасти кого-л. от предстоящих событий
; 2) (о покойнике) выносить, хоронить
ex. (ὑπὸ τῶν νεκροφόρων ἐκκομισθῆναι Polyb.; ὁ Ἀλκμήνης ἐκκομιζομένης νεκρός Plut.)
; 3) выносить до конца, претерпевать
ex. (τὸ πεπρωμένον Eur.)