Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εκλαγχανω
ἐκλαγχάνω
ἐκ-λαγχάνω
(
fut.
ἐκλήξομαι,
aor. 2
ἐξέλαχον)
получать в удел, обретать
ex. (τὸν αὐτὸν δαίμον΄ ἐξειληχότες
Soph.
; κακῶν μέρος
Arph.
)