Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπλεκω
ἐπιπλέκω
ἐπι-πλέκω
; 1) (сверх того) вплетать
ex. (νῆμα ἐπιπεπλεγμένον τινί Luc.)
; 2) перен. вводить, вставлять (в речь и т.п.)
ex. (τί τινι Arst. и τινά Anth.)
; 3) pass. сплетаться, смешиваться
ex. (τινι Luc.)
ταῖς Ἑλληνικαῖς πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Polyb. — быть тесно связанным с греческой историей
; 4) pass. вступать в связь
ex. (γυναικί τινι Diod.)