Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ονειδος
ὄνειδος
-εος τό
; 1) упрек, порицание, хула
ex. ὀνείδεα λέγειν, βάζειν, προφέρειν, μυθήσασθαι Hom. — осыпать упреками, поносить, бранить;
ὄ. ὀνειδίσαι εἴς τινα Soph. — бросить упрек кому-л.
; 2) позор, бесчестие
ex. (ὄ. καὴ ψόγος, τὸ φιλάργυρον εἶναι ὄ. λέγεταί τε καὴ ἔστιν Plat.)
ὄ. ἔχειν Her. — подвергнуться бесчестию
; 3) слава, честь
ex. (Θήβαις κάλλιστον ὄ. Eur.)