Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εναλλαξ
ἐναλλάξ
ἐν-αλλάξ
adv.
; 1) перемежаясь, чередуясь, попеременно
ex. (μεταμειβόμενοι Pind.; ἐ. συνιστάναι καὴ διαλύειν Arst.)
ἐ. πρήσσειν Her. — испытывать то удачи, то неудачи
; 2) обратно, наоборот
ex. (ὡς Α πρὸς τὸν В, οὕτως ὁ Г πρὸς τὸν Δ, καὴ ἐ. Arst.)
τὸ ἀνάλογον ἐ. Arst. — обратное отношение
; 3) крест-накрест
ex. (ἴσχειν τὼ πόδ΄ ἐ. Arph.)