Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αληθινος
ἀληθινός
ἀληθῐνός
дор. ἀλᾱθῐνός adj.=3 3
; 1) истинный, подлинный, настоящий
ex. (στράτευμα Xen.; σοφία Plat.; φίλος Dem.; ἀνήρ Theocr.)
; 2) несомненный, (досто)верный
ex. (μαρτυρία Dem.; νίκη Plut.)
; 3) правдивый, искренний
ex. (εὔνοια, δάκρυον Plut.)