Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπαν
ἐπίπαν
ἐπί-παν
тж. ἐπι πᾶν (тж. ὡς ἐ., τὸ ἐ. и ὡς τὸ ἐ.)
; 1) вообще (говоря), в общем, обычно
ex. (πλεῖστον μὲν μεδίμνους ἐννέα, τὸ δ΄ ἐ. ἕξ Arst.)
ὡς ἐ. εἰπεῖν Arst. — вообще говоря
; 2) в целом, всего, итого
ex. (τὸ ἐ. ὀγδώκοντα τάλαντα Her.)