Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καματηρος
καματηρός
κᾰμᾰτηρός
adj.=2 2
; 1) тяжелый, тягостный, мучительный
ex. (γῆρας HH.; κόπος Arph.)
; 2) утомительный, изнурительный
ex. (τὸ ἄρχειν Arst.; πηδήματα Luc.)
; 3) изнуренный, слабосильный
ex. (ἄνδρες Her.)