Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκμανθανω
ἐκμανθάνω
ἐκ-μανθάνω
(fut. ἐκμαθήσομαι)
; 1) основательно изучать
ex. (τι Aesch., Her., Eur., Plut., Luc.)
; 2) узнавать ex. (τι ἀπό τινος Aesch. и τί τινος или τι παρά τινος Soph.); в aor. и pf. (у)знать
ex. (ἐκμαθεῖν τὸ φρόνημά τινος Her.; ἐκ δέλτων ἐκμεμαθηκέναι τι Plat.)
; 3) заучивать
ex. (ποιητὰς ὅλους Plat.; λόγους ῥητορικούς Arst.)
; 4) прочно усваивать, проникаться
ex. (τέν ἔχθραν τέν ὑπάρχουσαν πρός τινα Isocr.)