Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταστρωννυμι
καταστρώννυμι
κατα-στρώννῡμι
; 1) устилать
ex. (πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη Diod.)
; 2) убивать, умерщвлять ex. (τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.); pass. погибать
ex. (κατεστρώθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ NT.)