Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρακατατιθεμαι
παρακατατίθεμαι
παρα-κατατίθεμαι (τῐ)
; 1) отдавать на хранение (τινί τι Her., Plat.);
; 2) поручать (охране), вверять (τοὺς παῖδας τοῖς διδασκάλοις Aeschin.; τὴν πόλιν τῇ Ἀθηνᾷ Plut.);
; 3) выставлять, подвергать:
τὰ σώματα π. διακινδυνεύειν Aeschin. рисковать жизнью.