Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευωπος
εὐωπός
εὐ-ωπός
adj.=2 2
; 1) с красивыми глазами, т.е. красивый собой, прекрасный
ex. (μορφῇ μὲν οὐκ εὐ., ἀνδρεῖος δ΄ ἀνήρ Eur.)
; 2) приятный на вид, милый сердцу
ex. (πύλαι Eur.)
; 3) зоркий
ex. (τὰ ἐξόφθαλμα - sc. ζῷα - οὐκ εὐωπὰ πόρρωθεν Arst.)