Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποσβεννυμι
ἀποσβέννυμι
ἀπο-σβέννῡμι
; 1) гасить, тушить ex. (τὸ λαμπρὸν φῶς Soph., Plut.; τὸ πῦρ Plat., Plut.); med.-pass. (с aor. 2 и pf. act.) гаснуть
ex. (φλογὸς ἀποσβεσθείσης Plat.)
; 2) перен. подавлять, устранять
ex. (κακόν Plat.)
; 3) med.-pass. перен. пропадать, исчезать, умирать ex. (τὸ γένος ἀπέσβη Xen.; ἀποσβεσθεὴς διὰ τέν ἀσθένειαν Plut.); иссякать
ex. (κρήνης ἀποσβεσθείσης Plat.)