Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναλεγω
ἀναλέγω
ἀνα-λέγω
эп. ἀλλέγω
; 1) тж. med. подбирать, собирать
ex. (ὀστέα ἐς φιάλην Hom.; τοὺς ἀναπίπτοντας στατῆρας Her.; med. σκώληκας τῇ γλώττῃ Arst.; χρείας καὴ ἱστορίας Plut.)
πνεῦμα ἀναλέξασθαι Anth. — перевести дух
; 2) рассказывать
ex. ὃ εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ἀναλεγόμενον Xen. — рассказы будущих поколений
; 3) med. рассчитывать, исчислять
ex. (χρόνον Plut.)
; 4) med. читать
ex. (ἐκ γραμμάτων τι, βιβλίων τῶν παλαιῶν χαρακτῆρας Plut.; πολέμου πάντα Anth.)