Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πορθεω
πορθέω
; 1) разрушать, разорять
ex. (πόλιας καὴ τείχεα Hom.; πόλιν καὴ θεούς Aesch.)
; 2) опустошать
ex. (τοὺς χώρους Her.; τὰ πεδία Soph.; τέν ἤπειρον Thuc.)
; 3) уничтожать, истреблять
ex. (θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Aesch.)
; 4) осаждать, брать приступом (sc. τὰς πόλιας Her.)
; 5) осквернять, насиловать
ex. (κόραι βίᾳ πορθούμεναι Eur.)