Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καταεννυμι
καταέννυμι
κατα-έννῡμι
(
эп.
3 л.
pl.
impf.
καταείνυον -
v. l.
,
aor. 1
καταείνῠσαν,
эп.
part.
pf.
pass.
καταειμένος)
одевать, покрывать
ex. (θριξὴ πάντα νέκυν, ὄρος καταειμένον ὕλῃ
Hom.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,