Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αγριαινω
ἀγριαίνω
; 1) быть диким
ex. (ζῷα φοβούμενα καὴ ἀγριαίνοντα Arst.)
; 2) тж. med.-pass. становиться диким, свирепеть, приходить в ярость
ex. (ἡ ἀγριαίνουσα βοῦς Plat.; τινί и πρός τινα Plut.)
ὁ ἀγριαίνων ποταμός Plut. — бушующая река