Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δυναστεια
δυναστεία
δῠναστεία
ἡ тж. pl.
; 1) власть, господство
ex. (ἀρχέ καὴ δ. Soph.; αἱ δυναστεῖαι πολιτικαί Plat.; αἱ δυναστεῖαι τέν τιμέν ἔχουσιν Plut.)
; 2) (тж. δ. ὀλίγων ἀνδρῶν Thuc. и ὑπὸ τῶν ὀλίγων δ. Plat.) самовластие, олигархия Thuc., Lys., Plat.
; 3) могущество, влиятельность
ex. (γνώριμος γενόμενος διὰ δυναστείας τινός Lys.)
; 4) pl. власти, правительство
ex. (τῶν πόλεων Polyb.)