Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατοικια
κατοικία
κατ-οικία
ἡ
; 1) заселение, колонизация
ex. (τόπος εὐφυές πρὸς κατοικίαν Polyb.)
; 2) основание, закладывание
ex. (κατοικίαι πόλεων Plut.)
; 3) селение, поселок, деревня
ex. (αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.)