Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συμπτωσις
σύμπτωσις
σύμ-πτωσις
-εως ἡ
; 1) встреча, слияние
ex. (σ. τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Polyb.)
; 2) соприкосновение, стык
ex. (τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν καὴ τῶν Ἀλπεινῶν Polyb.)
; 3) столкновение, стычка
ex. αἱ συμπτώσεις ἄπαυστοι Polyb. — беспрерывные стычки
; 4) случайность, случай
ex. (διὰ σύμπτωσίν τινα Arst.)