Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαλληλος
ἐπάλληλος
ἐπ-άλληλος
adj.=2 2 и adj.=3 3
; 1) следующий непосредственно за другим, тесно примыкающий
ex. (φάλαγξ Polyb.; πόλεμοι Plut.)
; 2) взаимный
ex. μόρον κοινὸν κατειργάσαντο ἐπαλλήλοιν (v. l. ἐπ΄ ἀλλήλοιν) χεροῖν Soph. — (Этеокл и Полиник) убили друг друга