Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευτρεπιζω
εὐτρεπίζω
εὐ-τρεπίζω
; 1) приводить в состояние готовности, приготовлять, устраивать
ex. (ἃ χρή Eur.; πάντα Dem.; med. τὰ περὴ σφᾶς αὐτούς Thuc.)
τὰς προσβολὰς εὐτρεπίζεσθαι Thuc. — готовиться к штурму
; 2) держать наготове
ex. (ξίφος Aesch.; φάσγανον Eur.)
; 3) приводить в порядок
ex. (τὰ τείχη, med. τέν ἑαυτοῦ τάξιν Xen.)
; 4) привлекать, (политически или экономически) связывать ex. (τὰς παρὰ θάλατταν πόλεις Ἀθηναίοις Xen.); med. подчинять своему влиянию
ex. (τὰς καθ΄ Ἑλλήσποντον πόλεις Xen.)
; 5) оснащать
ex. (πᾶσι τοῖς ἱστίοις εὐτρεπιζομένη ναῦς Arst.)