Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περαιτερω
περαιτέρω
περαιτέρω и περαίτερον adv.
; 1) дальше, более:
ἓν οἶδα κοὐ π. Eur. я (это) одно знаю и не больше;
π. τοῦ δέοντος Plat. дольше, чем нужно;
; 2) слишком, чрезмерно (π. πεπραγμένον Soph.).