Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκτισις
ἔκτισις
ἔκ-τῐσις
-εως ἡ
; 1) уплата, выплата
ex. (χρημάτων Plat.)
πρὸς τέν ἔκτισιν εἱρκθείς Plut. — посаженный в тюрьму за неуплату долгов;
ἔκτισιν ποιεῖσθαι Dem. = ἐκτίνειν;
οὐκ οὔσης ἐκτίσεως Arst. — за неимением средств для уплаты
; 2) возмещение
ex. (βλάβης Plat.; κλεμμάτων Dem.)