Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραλλαξ
παραλλάξ
παρ-αλλάξ adv. попеременно, чередуясь (αἱ νῆσοι π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Thuc.):
ἕρπει π. ταῦτα Soph. (все) это движется перемежаясь;
ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Arst. попеременно вдыхать и выдыхать;
π. εἶναι Arst. чередоваться, перемежаться.