Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακοπτω
διακόπτω
δια-κόπτω
; 1) разрубать, рассекать, разбивать, разламывать
ex. (μοχλόν Thuc., Polyb.; τὰ κλεῖθρα Xen.; τὸν κρύσταλλον Arst.; τόν θώρακα τῷ δόρατι Plut.)
; 2) отрубать, отсекать
ex. (ξίφει τέν χεῖρα Plut.)
; 3) наносить раны, ранить
ex. (μηροὺς καὴ βραχίονας διακεκομμένος Plut.)
; 4) разрывать, прорывать
ex. (τέν κοιλίαν Arst.; воен. τάξιν Xen., Polyb.; φάλαγγα Plut.)
; 5) прерывать, прекращать
ex. (τὰς πρός τινα διαλύσεις Polyb.; τέν κοινολογίαν Plut.)
; 6) разрывать, расторгать
ex. (συνθήκας, τέν πρός τινα συμμαχίαν Polyb.)
; 7) разлучать, разделять
ex. (τινάς Plut.)
; 8) обрывать
ex. (τέν περίοδον Arst.)
; 9) пробиваться, прорываться
ex. (διακεκοφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen.)
τὸ βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελθεῖν Luc. — стрела, впившаяся глубоко