Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διαπτοεω
διαπτοέω
δια-πτοέω
эп.
διαπτοιέω
распугивать, разгонять
ex. (ἐπέεσσι γυναῖκας
Hom.
; φόβος διεπτόησε στρατόν
Eur.
; τὸ στράτευμα
Plut.
)
δείσαντες διεπτοήθημεν
Plat.
— мы в страхе убежали
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,