Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυγκαθαιρεω
ξυγκαθαιρέω
συγ-καθαιρέω
ион. συγκαταιρέω (fut. συγκαθαιρήσω, aor. συγκαθεῖλον)
; 1) совместно совершать, содействовать в совершении
ex. (σ. τινι ἀγῶνας τοὺς μεγίστους Her.)
; 2) помогать снять
ex. συγκαθελεῖν τινα τοῖς ὑπηρέταις Plut. — снять кого-л. (с петли) с помощью слуг
; 3) совместно сокрушать, подавлять
ex. (τέν τῶν Ἀθηναίων δύναμιν Thuc.)
; 4) совместно разрушать, уничтожать
ex. (τοὺς περιβόλους Thuc.)