Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εκλογισμος
ἐκλογισμός
ἐκ-λογισμός
ὁ
; 1)
исчисление, подсчет
ex. (τῆς οὐσίας
Plut.
)
; 2)
преимущ.
pl.
обдумывание, обсуждение
ex. (ἐκλογισμοὴ ἀκριβέστατοι
Polyb.
; περί τινος
Plut.
)