Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυγκαμνω
ξυγκάμνω
συγ-κάμνω
(fut. συγκαμοῦμαι, aor. 2 συνέκαμον)
; 1) совместно трудиться, помогать
ex. (τινί Soph., Eur., Plut.)
σ. δορί Eur. — помогать оружием
; 2) принимать участие (в ком-л.), сочувствовать, соболезновать
ex. (ταῖς τοῦ Προμηθέως πήμασι Aesch.; τοῖς κακοῖς τινος Eur.)