Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιαρμοζω
περιαρμόζω
περι-αρμόζω
; 1) прилаживать, прикреплять, приделывать (τί τινι Plut.; τι περί τι Arst.):
πώγωνας περιηρμοσμέναι Arph. прицепив себе бороды;
; 2) плотно прилегать (προσμένειν καὶ π. τινί Arst.).